- λιθοτόμος
- -ο (Α λιθοτόμος, -ον)το αρσ. ως ουσ. ο λιθοτόμοςαυτός που κόβει ή οξορύσσει πέτρες, λατόμοςαρχ.1. ο κατάλληλος για τη θραύση λίθων2. το αρσ. ως ουσ. α) κτίστηςβ) χειρουργός που αφαιρούσε τους λίθους τής κύστης3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιθοτόμονείδος χειρουργικού εργαλείου για τη θραύση τών λίθων τής ουροδόχου κύστεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)-* + -τόμος (< τέμνω), πρβλ. δρυ-τόμος, λα-τόμος].
Dictionary of Greek. 2013.